λυσσιακό
Смотреть что такое "λυσσιακό" в других словарях:
λυσσιακό — το 1. μεγάλη λύσσα 2. φρ. «λυσσιακό τόν έπιασε για μένα» μέ καταδιώκει συνεχώς για να μέ εξοντώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. λυσσιακός < λύσσα] … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek